- Βρασίδαν
- Βρασίδᾱν , Βρασίδηςmasc acc sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαπέρχομαι — ΝΑ φεύγω προηγουμένως («ἠνάγκασαν πρὶν τὸν Βρασίδαν ἰδεῑν... προαπελθεῑν», Θουκ.) αρχ. 1. πεθαίνω προηγουμένως 2. πεθαίνω για χάρη κάποιου 3. φρ. «προαπέρχομαι τοῡ χρόνου» απέρχομαι πριν από τον καιρό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπέρχομαι «φεύγω,… … Dictionary of Greek
προσαφίστημι — Α 1. κινώ κάποιον ακόμη σε αποστασία («νομίσαντες Ἀθηναῑοι μὲν οὐκ ἂν ἔτι τὸν Βρασίδαν σφῶν προσαποστῆσαι» επειδή θεώρησαν οι Αθηναίοι ότι δεν θα μπορούσε ο Βρασίδας να κινήσει και άλλους σε αποστασία εναντίον τους, Θουκ.) 2. παθ. προσαφίσταμαι… … Dictionary of Greek